στο λεξικό PONS
ex·peri·men·tal [ɪkˌsperɪˈmentəl, ekˌ-, αμερικ esp ekˌ-] ΕΠΊΘ
1. experimental (for experiment):
2. experimental (using experiments):
3. experimental μτφ (provisional):
area [ˈeəriə, αμερικ ˈeri-] ΟΥΣ
1. area (region):
2. area ΑΝΑΤ:
3. area ΕΜΠΌΡ:
4. area (subject field):
5. area (surface measure):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
experimental area
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.