ex·peri·men·tal·ly [ɪkˌsperɪˈmentəli, ek-, αμερικ ekˌsperɪˈment̬-] ΕΠΊΡΡ
1. experimentally (by experiment):
- experimentally
-
2. experimentally (as experiment):
- experimentally
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.