στο λεξικό PONS
en·ˈforce·ment di·vi·sion ΟΥΣ
en·force·ment [ɪnˈfɔ:smənt, αμερικ enˈfɔ:r-] ΟΥΣ no pl
di·vi·sion [dɪˈvɪʒən] ΟΥΣ
1. division no pl (sharing):
3. division (section):
4. division (disagreement):
5. division (difference):
6. division (border):
7. division no pl ΜΑΘ:
8. division ΣΤΡΑΤ (unit):
9. division (department):
10. division (league):
11. division βρετ ΠΟΛΙΤ:
12. division ΝΟΜ (main section):
13. division (company):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
enforcement division ΟΥΣ ΤΜΉΜ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
enforcement
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- enfant terrible
- enfeeble
- enfeebled
- enfold
- enforce
- enforcement division
- enforcement fine
- enforcement notice
- enforcement power
- enforcer
- enfranchise