στο λεξικό PONS
de·duc·tion [dɪˈdʌkʃən] ΟΥΣ
1. deduction (inference):
ˈtax de·duc·tion ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
deduction ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
allowable deduction ΟΥΣ ΦΟΡΟΛ
payroll deduction ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
deduction detail ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
amount deduction ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
quarterly deduction ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
tax deduction ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-
- Steuerabzug αρσ
deduction amount ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
deduction, depreciation ΠΡΟΤΥΠΟΠ, ΑΞΙΟΛΌΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.