στο λεξικό PONS
cus·to·dial es·ˈtab·lish·ment ΟΥΣ ΝΟΜ
es·tab·lish·ment [ɪˈstæblɪʃmənt, esˈ-] ΟΥΣ
1. establishment (business):
2. establishment + ενικ/pl ρήμα ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ (staff):
3. establishment (organization):
4. establishment no pl (ruling group):
5. establishment (act of setting up):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
establishment ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Anstalt θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- cuss
- cussed
- cussedly
- cussedness
- cussword
- custodial establishment
- custodial institution
- custodial sentence
- custodian
- custodian bank
- custodian bank fee