στο λεξικό PONS
I. let·tuce [ˈletɪs, αμερικ -t̬-] ΟΥΣ
2. lettuce:
cos2 [kəz, kɒz] ΣΎΝΔ βρετ
cos συντομογραφία: because
I. be·cause [bɪˈkɒz, αμερικ -ˈkɑ:z] ΣΎΝΔ
1. because (for reason that):
2. because οικ (for):
cos3 [kɒs, kɒz] ΟΥΣ βρετ, αυστραλ
-
- Romanasalat αρσ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- corymb
- cos
- Cosa Nostra
- cosec
- cosh
- cos lettuce
- cosmetic
- cosmetically
- cosmetician
- cosmetic surgery
- cosmic