ap·par·ent [əˈpærənt, αμερικ esp -ˈper-] ΕΠΊΘ
1. apparent (obvious):
- apparent
-
2. apparent (seeming):
apparent ΕΠΊΘ
- apparent (obvious)
-
become apparent ΡΉΜΑ αμετάβ (deutlich werden)
- become apparent
-
heir ap·ˈpar·ent <pl heirs apparent> ΟΥΣ
- heir apparent
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.