στο λεξικό PONS
under·ˈly·ing ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
1. underlying ΓΕΩΓΡ:
2. underlying (real, basic):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
underlying asset price ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
underlying price ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
underlying risk ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
underlying trend ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
underlying ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Underlying ουδ
underlying transaction ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
underlying instrument ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
underlying inflation ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
underlying idea
principles underlying the design, principles underlying the draft ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.