στο λεξικό PONS


Kür·zung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Kürzung (das Kürzen):
2. Kürzung ΧΡΗΜΑΤΟΠ (Verringerung):
3. Kürzung ΜΑΘ:
- Kürzung
-


-
- Kürzung θηλ <-, -en>
- abbreviation of text
- Kürzung θηλ <-, -en>
-
- Kürzung θηλ <-, -en>
-
- Kürzung θηλ <-, -en>
-
- Kürzung θηλ <-, -en>
-
- Kürzung θηλ <-, -en>
-
- Kürzung θηλ <-, -en>
- slash in budget
- Kürzung θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.