Kurz·sich·tig·keit <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Kurzsichtigkeit (Art der Fehlsichtigkeit):
- Kurzsichtigkeit
-
- Kurzsichtigkeit
-
2. Kurzsichtigkeit (beschränkte Art):
- Kurzsichtigkeit
-
-
- Kurzsichtigkeit θηλ <-, -en>
-
- Kurzsichtigkeit θηλ <-, -en> a. μτφ
-
- Kurzsichtigkeit θηλ <-, -en>
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.