Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
unborn [βρετ ʌnˈbɔːn, αμερικ ˌənˈbɔrn] ΕΠΊΘ
child <pl children> [βρετ tʃʌɪld, αμερικ tʃaɪld] ΟΥΣ
1. child (non-adult):
στο λεξικό PONS
child <children> [tʃaɪld] ΟΥΣ
child <children> [tʃaɪld] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- unbind
- unbleached
- unblemished
- unblinking
- unblinkingly
- unborn child
- unbosom
- unbound
- unbounded
- unbowed
- unbranded