Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
misery [βρετ ˈmɪz(ə)ri, αμερικ ˈmɪz(ə)ri] ΟΥΣ
1. misery:
3. misery (difficult or painful situation):
στο λεξικό PONS
misery [ˈmɪzəri] ΟΥΣ
1. misery (suffering):
misery [ˈmɪz· ə r·i] ΟΥΣ
1. misery (suffering):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- misdial
- misdirect
- misdirection
- miser
- miserable
- misery memoir
- misfire
- misfit
- misfortune
- misgiving
- misgovern