Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
pleurnich|eur (pleurnicheuse) [plœʀniʃœʀ, øz] ΟΥΣ αρσ (θηλ) μειωτ
- pleurnicheur (pleurnicheuse)
-
στο λεξικό PONS
I. pleurnicheur (-euse) [plœʀniʃœʀ, -øz] ΕΠΊΘ οικ
1. pleurnicheur (qui pleure):
- pleurnicheur (-euse)
-
2. pleurnicheur (qui se lamente):
- pleurnicheur (-euse)
-
I. pleurnicheur (-euse) [plœʀniʃœʀ, -øz] ΕΠΊΘ οικ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.