Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
youth <pl youths [juːðz]> [βρετ juːθ, αμερικ juθ] ΟΥΣ
3. youth (state of being young):
Hitler Youth Movement ΟΥΣ ΙΣΤΟΡΊΑ
- jouvenceau (jouvencelle)
- youth/maiden παρωχ
στο λεξικό PONS
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.