Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. young [βρετ jʌŋ, αμερικ jəŋ] ΟΥΣ
II. young [βρετ jʌŋ, αμερικ jəŋ] ΕΠΊΘ (not very old)
person [βρετ ˈpəːs(ə)n, αμερικ ˈpərs(ə)n] ΟΥΣ
στο λεξικό PONS
person <-s [or people]> [ˈpɜ:sən, αμερικ ˈpɜ:r-] ΟΥΣ
I. young [jʌŋ] ΕΠΊΘ
person <-s [or people]> [ˈpɜr·s ə n] ΟΥΣ
I. young [jʌŋ] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.