Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
- s'obscurcir regard:
-
- sombre air, personne, visage
- sombre βρετ
στο λεξικό PONS
somber ΕΠΊΘ αμερικ, sombre [ˈsɒmbəʳ, αμερικ ˈsɑ:mbɚ] ΕΠΊΘ
-
- sombre
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.