Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Mumm , Tumult , tabu , treu και tun

I . tun <tut, tat, getan> [tuːn] VERB μεταβ

2. tun (setzen, stellen, legen):

tun

II . tun <tut, tat, getan> [tuːn] VERB αυτοπ ρήμα

tabu [taˈbuː] ΕΠΊΘ

Tumult <-(e)s, -e> [tuˈmʊlt] SUBST αρσ

Mumm <-s> [mʊm] SUBST αρσ ενικ οικ

2. Mumm (Kraft):

δύναμη θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский