Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σταθερός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σταθερ|ός <-ή, -ό> [staθɛˈrɔs] ΕΠΊΘ

1. σταθερός (στερεός, αμετακίνητος):

σταθερός και μτφ

2. σταθερός (τιμές, νόμισμα):

σταθερός

3. σταθερός (μόνιμος, αμετάβλητος):

σταθερός

4. σταθερός (πίστη):

σταθερός

5. σταθερός (φίλος, οπαδός):

σταθερός

6. σταθερός (βήματα, φωνή):

σταθερός

7. σταθερός (χέρι):

σταθερός

8. σταθερός (έξοδα, κεφάλαιο):

σταθερός
fix, Fix-
Fixkosten πλ
Fixkapital ουδ

9. σταθερός ΤΗΛ:

σταθερός
Festnetz-

Παραδειγματικές φράσεις με σταθερός

σταθερός πυκνωτής
σταθερός φακός
σταθερός μισθός
Festgehalt ουδ
σταθερός αντιστάτης
σταθερός τόκος
feste Zinsen αρσ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский