Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σχέση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σχέσ|η <-εις> [ˈsçɛsi] SUBST θηλ

2. σχέση (αναλογία):

σχέση
Verhältnis ουδ

3. σχέση (αλληλεξάρτηση):

σχέση
Zusammenhang αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский