Ελληνικά » Γερμανικά

παριστάνω

παριστάνω s. παρασταίνω

Βλέπε και: παρασταίνω

παρ|ασταίνω [parasˈtɛnɔ], παρ|ιστάνω [parisˈtanɔ] <-άστησα [ή -έστησα], -αστάθηκα> VERB μεταβ

1. παρασταίνω (ζωγραφιά) ΘΈΑΤ:

παρ|ασταίνω [parasˈtɛnɔ], παρ|ιστάνω [parisˈtanɔ] <-άστησα [ή -έστησα], -αστάθηκα> VERB μεταβ

1. παρασταίνω (ζωγραφιά) ΘΈΑΤ:

Παραδειγματικές φράσεις με παριστάνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский