Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: dudeln , doch , dich και dumm

I . dich [dɪç] ΠΡΟΣΩΠ ΑΝΤΩΝ

dich αιτ von du

II . dich [dɪç] ΑΥΤΟΠ ΑΝΤΩΝ αιτ

Βλέπε και: du

I . doch [dɔx] ΕΠΊΡΡ

2. doch (Antwort auf negative Frage):

dudeln [ˈduːdəln] VERB αμετάβ οικ μειωτ

1. dudeln ΡΑΔΙΟΦ:

2. dudeln (musizieren):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский