Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κερδίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κερδί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [cɛrˈðizɔ] VERB μεταβ

1. κερδίζω (το παιχνίδι, ένα ταξίδι κτλ):

κερδίζω

2. κερδίζω (χρήματα):

κερδίζω

3. κερδίζω (αντίπαλο):

κερδίζω

II . κερδί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [cɛrˈðizɔ] VERB αμετάβ

1. κερδίζω (σε παιχνίδι, κλήρωση):

κερδίζω

2. κερδίζω (ωφελούμαι):

κερδίζω από κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский