Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αρχή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αρχή [arˈçi] SUBST θηλ

3. αρχή μτφ (βάση):

αρχή
Grundlage θηλ
die Grundlagen θηλ πλ der Physik

4. αρχή (υπηρεσία, γραφείο):

αρχή
Behörde θηλ
αρμόδια αρχή
δημόσια αρχή
Behörde θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский