I.can2 [βρετ kan, αμερικ kæn] ΟΥΣ
II.can2 <μετ ενεστ canning; απλ παρελθ, μετ παρακειμ canned> [βρετ kan, αμερικ kæn] ΡΉΜΑ μεταβ
III.canned ΕΠΊΘ
2. canned οικ music, laughter, applause:
3. canned (drunk):
- canned οικ
- bourré οικ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.