I.pick [βρετ pɪk, αμερικ pɪk] ΟΥΣ
2. pick (choice):
- choix αρσ
3. pick (best):
- meilleur/-e αρσ/θηλ
II.pick [βρετ pɪk, αμερικ pɪk] ΡΉΜΑ μεταβ
1. pick (choose, select):
- to pick a fight (physically)
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.