στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. seccato [sekˈkato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
seccato → seccare
II. seccato [sekˈkato] ΕΠΊΘ
I. seccare [sekˈkare] ΡΉΜΑ μεταβ
1. seccare (inaridire):
2. seccare (fare essiccare):
4. seccare (dare fastidio):
II. seccare [sekˈkare] ΡΉΜΑ αμετάβ βοηθ ρήμα essere
1. seccare (diventare secco):
III. seccarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. seccarsi (inaridirsi):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.