στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
fiero [ˈfjɛro] ΕΠΊΘ
1. fiero (orgoglioso):
2. fiero cuore, carattere, portamento, popolo:
- proud person, parent, winner
- orgoglioso, fiero (of di; of doing di fare)
- proud person, nation, race
- fiero, orgoglioso also μειωτ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.