στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. operaio <πλ operai, operaie> [opeˈrajo, ai, aje] ΕΠΊΘ
1. operaio:
II. operaio (operaia) <πλ operai, operaie> [opeˈrajo, ai, aje] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
III. operaio <πλ operai, operaie> [opeˈrajo, ai, aje]
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.