στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
skilled [βρετ skɪld, αμερικ skɪld] ΕΠΊΘ
1. skilled (trained):
semi-skilled [βρετ sɛmɪˈskɪld, αμερικ ˌsɛmiˈskɪld, ˌsɛmaɪˈskɪld] ΕΠΊΘ
semi-skilled work:
- semi-skilled
-
στο λεξικό PONS
skilled ΕΠΊΘ
2. skilled (requiring skill):
- skilled
- qualificato, -a
- skilled labor
-
highly-skilled ΕΠΊΘ
- highly-skilled
- qualificato, -a
- skilled labor
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.