στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. fidato [fiˈdato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
fidato → fidare
II. fidato [fiˈdato] ΕΠΊΘ
- fidato amico, collaboratore
-
- fidato amico, collaboratore
-
- fidato amico, collaboratore
-
- fidato amico, collaboratore
-
- fidato confidente
-
- fidato confidente
-
- fidato tecnico
-
- fidato tecnico
-
I. fidare [fiˈdare] ΡΉΜΑ αμετάβ βοηθ ρήμα avere (avere fede)
II. fidarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. fidarsi:
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.