στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. disfatto [disˈfatto] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
disfatto → disfare
II. disfatto [disˈfatto] ΕΠΊΘ
I. disfare [disˈfare] ΡΉΜΑ μεταβ
1. disfare:
II. disfarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. disfarsi (sbarazzarsi):
2. disfarsi (consumarsi):
3. disfarsi nodo:
στο λεξικό PONS
disfatto ΡΉΜΑ
disfatto μετ παρακειμ di disfare
I. disfare [dis·ˈfa:·re] ΡΉΜΑ μεταβ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.