στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
 I. dannato [danˈnato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
dannato → dannare
II. dannato [danˈnato] ΕΠΊΘ
2. dannato (maledetto):
III. dannato (dannata) [danˈnato] ΟΥΣ αρσ (θηλ) ΘΡΗΣΚ
IV. dannato [danˈnato]
II. dannarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.