στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. allungato [allunˈɡato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
allungato → allungare
II. allungato [allunˈɡato] ΕΠΊΘ
I. allungare [allunˈɡare] ΡΉΜΑ μεταβ
2. allungare (prolungare):
3. allungare (distendere):
4. allungare (per prendere):
5. allungare (diluire):
6. allungare (passare):
II. allungarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.