στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. accessorio <πλ accessori, accessorie> [attʃesˈsɔrjo, ri, rje] ΕΠΊΘ
1. accessorio problema, dettaglio:
2. accessorio ΝΟΜ:
II. accessorio <πλ accessori, accessorie> [attʃesˈsɔrjo, ri, rje] ΟΥΣ αρσ
1. accessorio (cosa non essenziale):
2. accessorio (complemento):
στο λεξικό PONS
accessori [at·tʃes·ˈsɔ:·ri] ΟΥΣ αρσ pl
- accessori
-
accessorio (-a) <-i, -ie> ΕΠΊΘ (secondario)
- accessorio (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.