στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. accessory [βρετ əkˈsɛs(ə)ri, αμερικ əkˈsɛs(ə)ri] ΟΥΣ
1. accessory (luxury item) before ουσ:
2. accessory ΝΟΜ:
II. accessory [βρετ əkˈsɛs(ə)ri, αμερικ əkˈsɛs(ə)ri] ΕΠΊΘ before ουσ ΑΝΑΤ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.