στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. accessory [βρετ əkˈsɛs(ə)ri, αμερικ əkˈsɛs(ə)ri] ΟΥΣ
1. accessory (luxury item) before ουσ:
2. accessory ΝΟΜ:
- accessory
-
II. accessory [βρετ əkˈsɛs(ə)ri, αμερικ əkˈsɛs(ə)ri] ΕΠΊΘ before ουσ ΑΝΑΤ
- accessory
-
- feature facility, accessory
-
-
- car accessory
- favoreggiatore (favoreggiatrice)
-
-
- accessory
-
- accessory di: to
- accessorio (di auto, moto, abito)
- accessory
στο λεξικό PONS
accessory <-ies> [ək·ˈse·sə·ri] ΟΥΣ
1. accessory (for outfit, machine, toy):
- accessory
- accessorio αρσ
2. accessory ΝΟΜ:
- accessory
- complice αρσ θηλ
-
- car accessory
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.