Oxford Spanish Dictionary
concreto1 (concreta) ΕΠΊΘ
1. concreto (específico):
concreto armado ΟΥΣ αρσ
στο λεξικό PONS
concreto (-a) ΕΠΊΘ
concreto (-a) [kon·ˈkre·to] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.