Oxford Spanish Dictionary
tangible [αμερικ ˈtændʒəb(ə)l, βρετ ˈtan(d)ʒɪb(ə)l] ΕΠΊΘ
1. tangible (concrete):
- tangible object
- tangible
- tangible assets ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
-
στο λεξικό PONS
- tangible
- tangible
-
- tangible
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.