Oxford Spanish Dictionary
item [αμερικ ˈaɪdəm, βρετ ˈʌɪtəm] ΟΥΣ
1. item ΕΜΠΌΡ:
στο λεξικό PONS
item [ˈaɪtəm, αμερικ -t̬əm] ΟΥΣ
1. item (thing):
collector's item ΟΥΣ, collector's piece ΟΥΣ
item [ˈaɪ·t̬əm] ΟΥΣ
1. item (thing):
collector's item ΟΥΣ, collector's piece ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.