neueröffnetπαλαιότ
neueröffnet → neu II.2, 3
I. neu ΕΠΊΘ
1. neu:
2. neu (aktuell):
6. neu (unbekannt):
II. neu ΕΠΊΡΡ
2. neu (erneut):
3. neu (soeben):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.