klasse [ˈklasə] ΕΠΊΘ αμετάβλ οικ
- klasse
- super οικ
Klasse <-, -n> ΟΥΣ θηλ
1. Klasse a. ΣΧΟΛ, ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ, ΒΙΟΛ:
2. Klasse (Fahrzeuggruppe, -art):
- Klasse
- catégorie θηλ
3. Klasse:
- Klasse (Ziehungsgruppe) einer Lotterie
- tirage αρσ
- Klasse (Gewinnklasse)
- rang αρσ
4. Klasse ΝΟΜ:
- Klasse eines Patents
- catégorie θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.