me <devant une voyelle et un h muet m'> [mə] ΑΝΤΩΝ pers
1. me:
2. me avec faire, laisser:
3. me avec être, devenir, sembler τυπικ:
4. me avec les verbes pronominaux:
5. me οικ (pour renforcer):
Mᵉ, Me
Mᵉ συντομογραφία: Maître 7.
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.