στο λεξικό PONS
Schaum <-s, Schäume> [ʃaum, πλ ˈʃɔymə] ΟΥΣ αρσ
2. Schaum:
- Schaum (Seifenschaum)
-
- Schaum (auf einer Flüssigkeit)
-
3. Schaum (Geifer):
-
- Schaum αρσ <-(e)s, Schä̱u̱·me>
-
- Schaum αρσ <-(e)s, Schä̱u̱·me>
- foam (plastic, rubber)
- Schaum-
-
- Schaum αρσ <-(e)s, Schä̱u̱·me>
-
- Schaum αρσ <-(e)s, Schä̱u̱·me>
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.