στο λεξικό PONS
ˈmould-mak·er ΟΥΣ
ˈmold mak·er ΟΥΣ αμερικ
mold maker → mould-maker
ˈmould-mak·er ΟΥΣ
Ma·kel <-s, -> [ˈma:kl̩] ΟΥΣ αρσ
1. Makel (Schandfleck):
Makadam ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Market Maker ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Makro-Hedge ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Taka ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.