στο λεξικό PONS
Ma·jo·ri·sie·rung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
- Majorisierung
-
- Majorisierung
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Majorisierung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Majorisierung (absichtliches Mehrzeichnen von Emissionen)
-
- Majorisierung (absichtliches Mehrzeichnen von Emissionen)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.