στο λεξικό PONS
I. auf·wen·dig, auf·wän·dig ΕΠΊΘ
II. auf·wen·dig, auf·wän·dig ΕΠΊΡΡ
aufwendig, aufwändig ΕΠΊΘ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.