Un·ver·schämt·heit <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Unverschämtheit kein πλ (Dreistigkeit):
2. Unverschämtheit (unverschämte Bemerkung):
3. Unverschämtheit (unverschämte Handlung):
-
- impertinence no πλ
-
- Unverschämtheiten pl
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.