στο λεξικό PONS
II. längs [lɛŋs] ΕΠΊΡΡ (der Länge nach)
Quer·schnitt <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
1. Querschnitt (Schnitt):
2. Querschnitt ΑΡΧΙΤ, ΜΑΘ (zeichnerische Darstellung):
3. Querschnitt (Überblick):
und [ʊnt] ΣΎΝΔ koordinierend: anschließende Wortstellung wie in einem normalen Aussagesatz
1. und verbindend (dazu):
3. und konzessiv (selbst):
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Querschnitt ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.