στο λεξικό PONS
II. längs [lɛŋs] ΕΠΊΡΡ (der Länge nach)
Längs- und Quer·schnitt <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ ΤΥΠΟΓΡ
- Längs- und Querschnitt
-
-
- längs
-
- längs
-
- Längs-
-
- längs
-
- Längs-
-
- CH, A a. längs
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-
- längs
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.