στο λεξικό PONS
Kon·ven·ti·on <-, -en> [kɔnvɛnˈtsi̯o:n] ΟΥΣ θηλ
1. Konvention meist πλ (Verhaltensnormen):
2. Konvention (Übereinkunft):
-
- gesellschaftliche Konventionen
- to defy [or flout]convention
-
- convention of human rights
-
-
- Konventionen τυπικ pl
-
- gesellschaftliche Konventionen
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Konvention ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
-
- Konvention θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.